- Κατάνην
- Κατάνηfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάνην — κατάνη fem acc sg (attic epic ionic) κατάνομαι to be used up pres inf act (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανασώζω — (Α ἀνασῴζω) (Μ ἀνασώζω καί ἀνασώνω) διασώζω από κίνδυνο, γλυτώνω μσν. 1. αποζημιώνω, επανορθώνω 2. (αμτβ.) φτάνω, έρχομαι 3. μεταβιβάζω 4. συμπληρώνω, ολοκληρώνω αρχ. 1. διατηρώ στη μνήμη μου 2. (μέσ., ομαι) αποκτώ, κερδίζω πάλι, ανακτώ 3. παθ.… … Dictionary of Greek
ευθυπορώ — (ΑΜ εὐθυπορῶ, έω) [ευθύπορος] πορεύομαι σε ευθεία γραμμή, προχωρώ ίσια στον δρόμο («ἀπεῑργον εὐθυπορεῑν πρὸς τὴν σύμμαχον Κατάνην», Διόδ.) αρχ. μσν. 1. ζω ενάρετη ζωή αρχ. (για τη λειτουργία τής θρέψης) προχωρώ ομαλά, φυσιολογικά («εὐθυπορούσης… … Dictionary of Greek
μεθορμίζω — (Α μεθορμίζω, Α και ιων. τ. μετορμίζομαι) 1. μετακινώ ή μεταφέρω πλοίο από ένα λιμάνι σε άλλο («καὶ παραινοῡντος εἰς Σηστὸν μεθορμίσαι τὸν στόλον», Πλούτ.) 2. μέσ. μεθορμίζομαι (για πλοίο) καταπλέω από ένα λιμάνι σε άλλο (α. «ο στόλος… … Dictionary of Greek